συνθιασώτης

συνθιασώτης
ο, ΝΑ, και θηλ. συνθιασώτρια Ν, και αττ. τ. ξυνθιασώτης Α
νεοελλ.
οπαδός τής ίδιας ιδεολογίας, ομόφρων («συνθιασώτης στο παγκόσμιο κίνημα ειρήνης»)
μσν.
μτφ. αυτός που διαπράττει κάτι μαζί με κάποιον άλλο («τῆς δυσσεβείας... συνθιασῶται», Φώτ.)
αρχ.
1. αυτός που μετέχει στον ίδιο θρησκευτικό θίασο με κάποιον άλλο, ο συνθιασίτης*
2. (γενικά) αυτός που παίρνει μέρος σε γιορτή ή πανήγυρη
3. μτφ. σύντροφος, φίλος («τοὺς συνθιασώτας τοῡ Μωϋσέως», Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + θιασώτης «οπαδός, θαυμαστής, υπέρμαχος» (< θίασος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνθιασώτης — partner in the masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασῶτα — συνθιασώτης partner in the masc voc sg συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασῶται — συνθιασώτης partner in the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασώτην — συνθιασώτης partner in the masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνθιασώτα — συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc nom/voc/acc dual συνθιασώτᾱ , συνθιασώτης partner in the masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασώτας — συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc acc pl συνθιασώτᾱς , συνθιασώτης partner in the masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνθιασωτεύω — Μ [συνθιασώτης] 1. συνθιασεύω* 2. (γενικά) συνδέομαι με κάποιον ή με κάτι άλλο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”